- ασύχαστος
- η , ο1) неспокойный (о характере); 2) неуспокоившийся, беспокойный (о человеке); 3) непрекращающийся, упорный (о боли); 4) взволнованный, неспокойный (о море)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασύχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ησυχάζει ή που δεν μπορεί να ησυχάσει (να διακόψει τη δουλειά ή να κοιμηθεί) 2. αδιάκοπος, συνεχής 3. άτακτος, ζωηρός … Dictionary of Greek